ρεμάλι

ρεμάλι
το, Ν
τιποτένιος άνθρωπος χωρίς καμιά αξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. remmal].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρεμάλι — το (λ. αραβ.), ιού, ανάξιος λόγου άνθρωπος, τιποτένιος: Πήγε κι έμπλεξε μ ένα ρεμάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λέσι — το (Μ λέσι) πτώμα ζώου, ψοφίμι νεοελλ. 1. δυσωδία, δυσοσμία, βρόμα 2. μτφ. για πρόσ. άχρηστος, ανίκανος ή τεμπέλης, ρεμάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. les] …   Dictionary of Greek

  • χασισοπότης — ο, Ν 1. άτομο που καπνίζει χασίς, χασικλής 2. (κατ επέκτ.) άνθρωπος κατώτατης ηθικής υποστάθμης, ρεμάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασίς + πότης (πρβλ. καφε πότης, κρασο πότης). Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. χασισοπόται, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”